- μεσοτριβακόν
- μεσο-τρῐβᾰκόν, τό,A half-worn-out garment, prob. in POxy.1645.10 (iv A.D.).
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
μεσοτριβακόν — μεσοτριβακόν, τὸ (Α) ενδυμασία που έχει τριφτεί κατά το ήμισυ, μισοτριμμένη. [ΕΤΥΜΟΛ. < μεσ(ο) * + τριβακόν, ουδ. τού επιθ. τριβακός«τριμμένος, παλιός» (< τρίβω)] … Dictionary of Greek